ξεκάμπισμα

ξεκάμπισμα
το [ξεκαμπίζω (Ι)1
1. η έξοδος σε πεδιάδα
2. μτφ. διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”